- ξύνουρος
- ξύνουροςmarching with: masc /fem nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ξύνουρος — marching with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνορος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνουρος Α όμορος, γειτονικός («χώραν σύνορον τῆς Αττικής», Πλούτ.) αρχ. μτφ. όμοιος, συγγενικός («προτάσεις σύνοροι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ορος / ουρος (< ὅρος / οὖρος), πρβλ. ὅμ ορος] … Dictionary of Greek